Ένας νέος 98 ετών – μια ζωή σαν μυθιστόρημα
Ενενήντα οκτώ ετών σήμερα, πλήρης πάντων, έχει γράψει εκατοντάδες σενάρια, πιάνοντας τη ζωή από τα μαλλιά. Τολμηρός έως αυθάδης στον βίο του, γνώρισε όλους τους διάσημους της εποχής του, τα μεγάλα σαλόνια της «υψηλής» κοινωνίας και αγαπήθηκε όχι μόνο από τον γυναικείο αλλά και τον γενικό πληθυσμό. Έζησε πολύ καλά και θυμάται τα πάντα με λεπτομέρειες, όντας αναμφισβήτητα ένας ζωντανός θρύλος.
«Γράφοντας μια ιστορία, μοιραία την ξαναζείς και πολύ ωραιότερη μάλιστα, αφού μπορείς να φτιάξεις τα γεγονότα και τις καταστάσεις όπως εσύ θα τις ήθελες να συμβούν στην πραγματικότητα, έστω κι αν εξαπατάς ή κλέβεις τον ίδιο τον εαυτό σου»
μου λέει απροκάλυπτα, αυτό άλλωστε το υποστήριξε παιδιόθεν.
Από το μεγάλο βορινό άνοιγμα έχει θέα στο διπλανό μεγάλο κήπο από όπου, θέλει δεν θέλει, χαζεύει τα γυρίσματα για τα τηλεοπτικά reality με μοντέλα. «Πάντοτε είχα σχέση με τον χώρο της μόδας», σχολιάζει και μου εξομολογείται ότι με την εμπειρία του έβλεπε ότι οι διευθύντριες ή οι μπούκερς ήταν πάντα καλύτερες από τα μανεκέν τους!
Διαμαρτύρεται που του έχουν πάρει το δίπλωμα αλλά ξέρει ότι είναι «ασφαλές» στο γραφείο του διευθυντή της τροχαίας, που τον συμπαθεί.
Οι τοίχοι του σπιτιού είναι γεμάτοι ασπρόμαυρες φωτογραφίες που ξεκινούν από το ταβάνι. Έχει παρευρεθεί και διασκεδάσει με όλους τους γνωστούς κι επώνυμους που καθόρισαν μια ολόκληρη εποχή, οι αναφορές του είναι πάντα θετικές. Ο Ζάχος ήξερε να περνά με όλους καλά, να γίνεται αγαπητός και η ψυχή της παρέας. Κοιτώντας τα πρόσωπά τους στις φωτογραφίες τώρα μαζί μου, για κάποιους από αυτούς κουνάει συνθηματικά το χέρι του για να περιγράψει το μεγαλείο τους, όπως για τον Ζαμπέτα, τον Ωνάση ή τον Νιάρχο, που υπήρξαν και κουμπάροι.
Αρρενωπός και γοητευτικός, μπον βιβέρ, απίστευτος γλεντζές, λάτρης του ωραίου φύλλου, εραστής πολλών γυναικών και σύζυγος μόνον πέντε πολύ εκλεκτών, αστός, κοσμοπολίτης, ραλίστας, εκδότης, εφοπλιστής και πολιτικός, ο Ζάχος Χατζηφωτίου είναι ένας απολαυστικός συνομιλητής με υπολανθάνον χιούμορ και αυτοσαρκασμό.
Γεννήθηκα στην Πλάκα, σε ένα αριστοκρατικό σπίτι δίπατο κτισμένο το 1880 δίπλα στη δουλειά του πατέρα μου. Το δικό μου «στρατηγείο» ήταν το θεόρατο μπαλκόνι μας. Από κει «επιθεωρούσα» κάθε μέρα τα δρώμενα της ήσυχης γειτονιάς μας. Το 1928 εγκαταστάθηκε ακριβώς απέναντι από το σπίτι μας ο Καραγκιόζης του Χαρίδημου και φυσικά από το λαμπρό θεωρείο μου δεν άφηνα παράσταση για παράσταση. Πήγα στα καλύτερα σχολειά της Αθήνας, τη Σχολή Χιλ, το Κολλέγιο Ψυχικού, την Αναργύρειο Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών.
Ήμουν πολύ άτακτος μικρός. Η μητέρα μου η Πολυτίμη με πήρε από τη σχολή Μάκρη, που όταν έκανα κάποιες αταξίες μού ’καναν τα χέρια μελανά από το ξύλο, και με πήγε κατευθείαν στις Σπέτσες από την πρώτη γυμνασίου. Εκεί ήταν η γη της επαγγελίας, είχε τα πάντα, όπως γήπεδα του τένις, ήταν παράδεισος, και τους φάνηκα πολύτιμος γιατί όταν στο τέλος του χρόνου γινόντουσαν αγώνες άλματος σε μήκος και σε ύψος μονοπωλούσα όλους τους επαίνους καθώς ήμουν αδύνατος και ψηλός.
Το 1945, γυρνώντας, ξεκινάω μια μακρά περίοδο κραιπάλης. Μέθυσα το ’45 και ξεμέθυσα το ’50, όταν παντρεύτηκα την κόρη του εκδότη της εφημερίδος «Εστία», Δανάη Κύρου. Ο γάμος όμως δεν κράτησε πολύ και φεύγω για Γαλλία. Έτσι από θαμώνας της «Μεγάλης Βρετανίας» βρέθηκα στα κοσμικά σαλόνια στο Παρίσι, αντιπρόσωπος ενός επιφανούς εκδοτικού οίκου, των εγκυκλοπαιδειών Μπριτάνικα.
Από την ευρωπαϊκή dolce vita και από την πριγκίπισσα σύζυγό του έρχεται κυριολεκτικά να τον αρπάξει η Τζένη Καρέζη, η οποία θα γίνει η τέταρτη σύζυγός του, το 1962, σε έναν γάμο που θα συγκεντρώσει χιλιάδες προσκεκλημένους. Χωρίζουν όμως δύο χρόνια μετά. Η Ελένη Βλάχου θα τον προσλάβει ως χρονογράφο στην «Καθημερινή» (1974-1977) και ο Χρήστος Λαμπράκης θα του αναθέσει την κοσμική στήλη του «Ταχυδρόμου» το 1975. Με τον «Ίακχο» καταγράφει την κοινωνική ζωή της πρωτεύουσας ενώ ακολουθεί η τηλεόραση με το «Πεντάλεπτο του Ζάχου Χατζηφωτίου» που διήρκησε είκοσι επτά ολόκληρα χρόνια.
Όλη μου τη ζωή επιδίωξα συνειδητά να είμαι ευγενής με τις γυναίκες, έχω άλλωστε πέντε γάμους στο ενεργητικό μου, πολλές φίλες, φιλενάδες, μία κόρη, εγγονές. Κάθε φορά που χώριζα ακολουθούσε ένα πάρτι σε συναίνεση με την εκάστοτε σύζυγό μου. Και εδώ και 24 χρόνια έχω τη Βέρα στο σπίτι, που με φροντίζει και την περνάω 35 χρόνια. Σήμερα σκέπτομαι ότι την τελευταία σύζυγο θα ήταν καλό να την κρατούσα και να μην είχα τη Ρωσίδα οικονόμο, που είναι μεν πολύ φροντιστική και απαραίτητη για τα 200 τετραγωνικά που ζω, αλλά μιλάμε διαφορετική «γλώσσα».
Έχω φροντίσει τα πάντα όσο αφορά την αναχώρησή μου από αυτόν τον κόσμο, θέλω να μην τρέξει κάνεις. Ο τάφος μου στο πρώτο νεκροταφείο έχει ήδη την επιγραφή:
«Έζησα όπως ήθελα».
Πηγή: bit.ly/3ooAsMj… 🔗
Αφήστε μια απάντηση